Τα εν οίκω μη εν δήμω.
- George Trialonis
- 2 Ιουλ 2016
- διαβάστηκε 11 λεπτά

"Έχουμε θερμή σχέση," σκέφτηκα, "ο ήλιος κι εγώ."
Πέμπτη αργά το απόγευμα. Είναι η ημέρα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία για την παραμονή της χώρας αυτής στην Ε.Ε. και βρίσκομαι σταματημένος στο φανάρι που είναι ακριβώς απέναντι από το κτίριο του αεροδρομίου. Το αριστερό μου μάγουλο έχει πάρει φωτιά από τον καυτό ήλιο του Ιούνη. Κατέβασα το αλεξήλιο και το έστριψα αριστερά για να προστατευθώ.
"Το παράκανες, φίλε." μουρμούρισα. "Άντε πέσε για ύπνο."
Άναψε πράσινο. Έφτασα γρήγορα στο χώρο ανάμεσα στις Αναχωρήσεις και τις Αφίξεις, και η συνεπιβάτης μου άνοιξε την πόρτα για να κατέβει.
"Καλή βάρδια," της ευχήθηκα ειλικρινά, όπως κάθε φορά, εδώ και πολλά χρόνια. Εκείνη με κοίταξε, μου έκλεισε το μάτι και είδα ένα γλυκό χαμόγελο να διαγράφεται στο πρόσωπό της.
"Ευχαριστώ, και φρόνιμα!" μου είπε κι έκλεισε πίσω της προσεκτικά την πόρτα του αυτοκινήτου.
"Μα τί είπε τώρα;" σκέφτηκα, αλλά δεν έδωσα σημασία διότι είχα αρχίσει να μουσκεύω στον ιδρώτα. Αποφάσισα να επιστρέψω σπίτι από τον παραλιακό, έτσι για λίγη δροσιά. Ενώ περίμενα να ανάψει το πράσινο σαν αστραπή πέρασε η εικόνα μιας διμοιρίας άπλυτων ποτηριών κι ενός πύργου πιάτων να με περιμένουν υπομονετικά στην κουζίνα.
"Φτου," σκέφτηκα, "Καλύτερα να μη χρησιμοποιήσω πλαστικά γάντια γιατί θα σπάσω κανένα ποτήρι ή πιάτο πάλι."
Άναψε το πράσινο και πουφ χάθηκε η εικόνα της κουζίνας. Έστριψα δεξιά με κατεύθυνση προς τη ΣΕΑΠ και λίγο πιο κάτω μπήκα πάλι δεξιά, από την γνωστή αντιπροσωπεία αυτοκινήτων, για να πάρω τον παραλιακό δρόμο. Πέρασα έξω από τις Φυλακές και όπως πάντα η ίδια σκέψη. "Μήπως δεν είμαστε όλοι φυλακισμένοι!"
"Σοφή κουβέντα ακούγεται," πετάχτηκε μια φωνή μέσα μου.
"Εσύ μου έλειπες τώρα," απάντησα κάπως ενοχλημένος. "Τί θέλεις πάλι;"
"Άσε την προσποιητή ενόχληση και πες μου τι εννοείς, ότι είμαστε όλοι φυλακισμένοι."
"Βλέπω έχεις όρεξη για κουβέντα," είπα, "με τόση ζέστη!"
"Εμένα δεν μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη, αυτές οι αισθήσεις είναι για σένα," είπε η φωνή, "εγώ θέλω να γνωρίζω, θέλω να ξέρω, δεν μπορώ την άγνοια, την αβεβαιότητα."
(Για περίπου ένα λεπτό δεν είπα τίποτα, σκεφτόμουν.)
"Χα, χα, χα," έσκασε στα γέλια η φωνή.
"Γιατί χαχανίζεις;" ρώτησα (παραλίγο να με πάρουν κι εμένα τα γέλια αλλά προσπάθησα να δείχνω σοβαρός.)
"Μα ξέρεις τί θόρυβο κάνουν οι σκέψεις σου πριν πάρουν σάρκα και οστά;" ρώτησε.
"Για πες μου, εξυπνάκια," ρώτησα τη φωνή.
"Σαν κατσαρολικά περασμένα σε κλωστή και δεμένα σε προφυλακτήρα αυτοκινήτου που τα σέρνει σε δρόμο καλντερίμι. Πολύ σαματατζίδικη περίπτωση. Σε κουφαίνει. Χα, χα, χα."
"Ώστε οι σκέψεις μου καταχτυπάνε σαν άδεια κατσαρολικά πάνω σε καλντερίμι, ε!" είπα. "Μήπως περνάνε έξω από το Πολιτιστικό Κέντρο ή κάτω από τις καμάρες των τοίχων της πόλης;"
"Εντάξει, καλά γελάσαμε," είπε η φωνή, "αλλά πες μου γιατί νομίζεις ότι είμαστε όλοι φυλακισμένοι;"
"Εννοώ αυτό που είπε ο Βίτγκενστάιν σχετικά με τη γλώσσα," είπα, "ότι δηλαδή τα όρια της γλώσσας μου είναι και τα όρια του κόσμου. Κι εγώ φοβάμαι, ή μάλλον διαπιστώνω καθημερινά ότι είναι και τα όρια της ανθρώπινης φαντασίας. Ξέρεις τί σημαίνει αυτό; Ξέρεις σε τί φυλακή είμαστε; Νιώθω να σκάω. Θα σκάσω."
"Όπα, όπα, για εξήγησέ μου τί εννοεί ο Βίτγκενστάιν, έτσι χοντρά-χοντρά," είπε η φωνή.
"Χα," αναφώνησα, "Λοιπόν άκου και θα καταλάβω ότι κατάλαβες μόνο αν νιώσω ότι ανατρίχιασες."
"Για λέγε, για λέγε!"
"Ο Αυστρο-Βρετανός φιλόσοφος εννοεί, μεταξύ άλλων, ότι η γλώσσα δημιουργεί τον κόσμο, ότι δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτε που είναι έξω από την ανθρώπινη εμπειρία," είπα λαχανιασμένα. "Φαντάσου τη γλώσσα σαν ένα μαγικό ραβδί που χτυπά δεξιά κι αριστερά και δημιουργεί τον κόσμο, το σύμπαν ολόκληρο. Το καταλαβαίνεις αυτό; Δεν υπάρχει τίποτε έξω από τη γλώσσα. Ακόμα και η φαντασία είναι δέσμια της γλώσσας."
"Δηλαδή εννοείς ότι δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να μην είναι ντυμένο με γλώσσα, που να μην έχει στοιχεία της εμπειρίας μου;" είπε με απορία η φωνή. "Για να κάνω μια δοκιμή ... περίμενε να σκεφτώ κάτι..."
(περίμενα δύο λεπτά περίπου)
"Χα, χα, χα," γέλασα δυνατά.
"Γιατί γελάς, παρακαλώ," είπε η φωνή.
"Γιατί τώρα μου φαίνεται ότι ακούω τα δικά σου κατσαρολικά να καταχτυπάνε στα καλντερίμια του Ηρακλείου."
"Έχεις δίκιο," είπε. "Σκέφτηκα κάτι σαν ένα απαίσιο τέρας που μάτι ανθρώπου δεν έχει δει ποτέ, αλλά αυτό το ακατονόμαστο τέρας αποτελείται από μέρη γνωστών ζώων, π.χ. έχει το δικό σου κεφάλι, σώμα λεπιδοφόρου σαύρας, ουρά φιδιού, φτερά γιγάντιου κουνουπιού, ... Α...φοράει και γυαλιά μυωπίας, χα, χα, χα."
"Ευχαριστώ που με συμπεριέλαβες στην εικόνα του τέρατος," είπα, "Αλλά τώρα καταλαβαίνεις ότι όσες προσπάθειες και να κάνεις θα είσαι πάντα δέσμιος της γλώσσας.
Τώρα έβλεπα μπροστά μου τα φανάρια που είναι στο Καρνάγιο και πάτησα λίγο περισσότερο γκάζι για να μη με σταματήσουν. Όμως σταμάτησα στα επόμενα φανάρια, και ξανά στα επόμενα που είναι στη διασταύρωση της εισόδου του λιμανιού.
"Θαυμάστε το 'πράσινο κύμα,'" σκέφτηκα. "Μα δεν υπάρχει κανείς σκεπτόμενος άνθρωπος να ρυθμίσει τα φανάρια ώστε να μην σταματάνε τα οχήματα από φανάρι σε φανάρι; Που είναι το 'πράσινο κύμα' που συναντά κανείς στους δρόμους πολιτισμένων χωρών;"
"Μα τί ψάχνεις τώρα, η ποιότητα ζωής που υπονοείς απαιτεί γνώση και η γνώση απουσιάζει από δημόσιους φορείς και υπηρεσίες," διαπίστωσε η φωνή.
"Ναι," συμφώνησα, "απουσιάζει τόσο η γνώση με τη μορφή της κοινής λογικής, όσο και η επιστημονική γνώση, σε πολλές περιπτώσεις έργων και αποφάσεων."
"Ξέρεις κάτι," μου είπε η φωνή, "Θα ήταν καλό να μου υπενθυμίσεις τις πηγές της γνώσης. Και πριν από αυτό πες μου τί είναι γνώση."
"Μα τώρα αυτή την κουβέντα θα κάνουμε;" διαμαρτυρήθηκα. "Δηλαδή τί θέλεις να σου πω; ότι η γνώση, ανεμπόδιστη, έχει την τάση να συγχωνευθεί με την ύπαρξη καθ' αυτή, την ουσία του όντος;"
"Στοπ, εντάξει," πάω πάσο, απάντησε η φωνή.
Δεν έδωσα συνέχεια στην αντίδραση της φωνής, διότι θέλει προσοχή η στροφή πριν το παλιό Τελωνείο. Αρκετοί έχουν βρεθεί στο νερό ή πάνω σε βάρκες επειδή οδηγούσαν με υπερβολική ταχύτητα. Είναι και η κλίση του δρόμου ανάποδη.
"Μα εσύ δεν τρέχεις. Πόση προσοχή χρειάζεσαι για να πάρεις τη στροφή," αναρωτήθηκε η φωνή.
"Μπα, κατάλαβες τι σκέφτηκα," είπα δήθεν απορημένος. "Μα τί ρωτώ, αφού είσαι ο άλλος μου εαυτός."
Τώρα είχα φτάσει στην Πλατεία 18 Άγγλων. Ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά προς την πλευρά της Αγίας Πελαγίας. Κατέβασα και το δεξί αλεξήλιο. Μολονότι φορούσα σκούρα γυαλιά ήταν ακόμη αρκετά ζεστός και εκτυφλωτικός. Ένα μειδίαμα διαγράφτηκε στο πρόσωπό μου καθώς έφερα ξανά στο νου την απάντηση που είχα δώσει στον εαυτό μου.
"Δηλαδή, σε κούφανα," τον πείραξα.
"Εντάξει," μου είπε, "Ας μείνουμε στην κοινή έννοια της γνώσης. Πες μου, πώς αποκτά γνώση ο άνθρωπος; και δεν εννοώ μέσα από τα βιβλία μόνο."
"Τί εννοείς;" ρώτησα.
"Να, με ποιό τρόπο μάθαιναν και μαθαίνουν οι άνθρωποι; Αυτό εννοώ."
"Δηλαδή, θέλεις να μιλήσουμε σοβαρά, τώρα που οδηγώ;" ρώτησα με προσποιητή ανησυχία.
"Εντάξει, δεν θα σε ξαναρωτήσω, αν αυτό σε εμποδίζει να οδηγείς ... Πρόσεχε! Ο απέναντι έρχεται πατητός, έχει ΣΤΟΠ και απ' ό,τι φαίνεται δεν πρόκειται να κόψει ταχύτητα."
(Βρισκόμουν στο κυκλικό έξω από το Ηράκλειο Σέντερ με σκοπό να ανέβω την οδό Γιαμαλάκη, και ένας οδηγός που ερχόταν από την πλευρά του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας δεν σταμάτησε στο ΣΤΟΠ. Σταμάτησα εγώ για να μην γίνει σύγκρουση.)
"Ευχαριστώ για την προειδοποίηση," είπα στον εαυτό μου. "Είμαστε στο Ηράκλειο και για να επιβιώσεις στους δρόμους σήμερα πρέπει να έχεις τα μάτια σου εικοσιπέντε."
"Δεκατέσσερα," με διόρθωσε η φωνή. "Τα μάτια σου δεκατέσσερα, αυτή είναι η σωστή φράση."
"Μπα! Και γιατί να κάνει 14 και όχι 24, 34 ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο;" τον πείραξα.
"Δε νομίζω ότι μπορείς να με τρελάνεις εσύ, και μην το προσπαθείς, δεν γίνεται. Αυτό το προνόμιο ανήκει μόνο σ' εμένα, τον εαυτό σου. Είναι αποκλειστικότητα του εαυτού." Είπε θριαμβευτικά η φωνή, και είχε απόλυτο δίκιο.
"Εντάξει, έχεις δίκιο," παραδέχτηκα, "Αλλά πόσες φορές με έχεις ακούσει να σκέφτομαι ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε κολλημένοι στις κοινοτοπίες, και μη με διορθώσεις εδώ, δες τον Μπαμπινιώτη. Δεν μας αρέσει η πρωτοτυπία, και δεν διστάζουμε να μιμηθούμε κατά κόρον χιλιοειπωμένες φράσεις και λέξεις άλλων. Θα ξεχάσουμε τα: 'Βάλε μια άνω ή κάτω τελεία, ειρήσθω εν παρόδω, κλπ.'"
"Καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με την προηγούμενη φράση," είπε. "Όμως, ας επιστρέψουμε στο θέμα μας: Πώς αποκτούμε γνώση; Πώς μαθαίνουμε;"
"Λοιπόν, άκου να μαθαίνεις," του είπα και του έστειλα ένα χαμόγελο μέσα από τον καθρέπτη οπισθοπορείας. "Πέντε είναι οι πηγές της γνώσης: α) η αντίληψη, β) η λογική, γ) η ενδοσκόπηση, δ) η μνήμη, και ε) η μαρτυρία."
"Φτου, να πάρει!" διαμαρτυρήθηκε ο εαυτός μου, "τόσες πολλές, έ; Κάνε μια γρήγορη ανάλυση γιατί έχω δουλειά και πρέπει να πηγαίνω."
"Λυπάμαι που δεν έχω τουαλέτα στο αυτοκίνητο," είπα και γέλασα δυνατά.
"Ελα, ρούλιε, ε ρούλιε." Άκουσα τη φωνή να λέει και τη δυσαρέσκεια να παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τον καθρέπτη.
(Αποφάσισα να συνεχίσω χωρίς να κάνω σχόλια.)
"Λοιπόν, ας αρχίσουμε από την αντίληψη," είπα, και συνέχισα, "εμείς οι άνθρωποι γνωρίζουμε τον κόσμο μέσα από τις πέντε αισθήσεις μας: την αφή, τη γεύση, την όσφρηση, την ακοή, και την όραση. Κυρίως την όραση. Αυτό δεν είναι δύσκολο να το καταλάβεις, έτσι;"
"Ναι, αλλά λιγότερες εξυπνάδες," είπε ο άλλος μου εαυτός. "Δώσε μου όμως και κανένα παράδειγμα. Ξέρεις, τα παραδείγματα είναι τα σκαλοπάτια της γνώσης."
"Πολύ καλά το λες," απάντησα. "Έτσι, είναι. Να, εδώ στη διασταύρωση Γιαμαλάκη και Καλοκαιρινού βλέπω να έρχεται λεωφορείο από δεξιά για να πάει Άγιο Μηνά. Το στοιχείο αυτό αποτελεί γνώση για μένα. Εφόσον είμαι ξύπνιος, δηλαδή έχω τις αισθήσεις μου, δημιουργούνται στο συνειδητό μου αισθητηριακές αντιλήψεις (για το υποσυνείδητο και το ασυνείδητο θα τα πούμε άλλη φορά). Αν δεν είχα αυτή την αντίληψη τώρα θα έπεφτα επάνω στο λεωφορείο. Δηλαδή, αν ήμουν τυφλός ή αν είχα παραισθήσεις θα προκαλούσα ατύχημα."
"Σωστά," απάντησε ο εαυτός μου, "αλλά αν ήσουν τυφλός δεν θα σου επέτρεπαν να οδηγείς."
"Λάθος," αντέτεινα. "Ξεχνάς ότι βρισκόμαστε στην Ελλάδα. Εδώ οδηγούν και οι τυφλοί."
"Μη γίνεστε σαρκαστικός, κύριε φιλόσοφε," απάντησε η φωνή.
"Εντάξει, γράψε λάθος ... Λοιπόν ο άνθρωπος μαθαίνει για τον κόσμο με τη βοήθεια των αισθήσεων. Το ίδιο ισχύει και για τα ζώα και τα φυτά. Καλά μέχρι εδώ;"
"Πολύ καλά," μου απάντησε η φωνή. "Να σου δώσω εγώ ένα πιο καλό παράδειγμα;" ρώτησε.
"Ναι," να μην κάνω μόνο εγώ τον έξυπνο.
"Λοιπόν, πας στο μανάβη με σκοπό να αγοράσεις ντομάτες για σαλάτα. Ποιές θα διαλέξεις;" ρώτησε.
"Για συνέχισε," τον παρότρυνα.
"Κοιτάζεις το τελάρο με τις ντομάτες και διαλέγεις εκείνες που είναι κόκκινες-κόκκινες και όχι υπερβολικά ώριμες. Σωστά;"
"Ακριβώς," ξέρεις να ψωνίζεις, βλέπω, "Αλλά για πες μου, ποιές αισθήσεις χρησιμοποίησες για να αποκτήσεις τη γνώση ότι οι ντομάτες που επέλεξες είναι της αρεσκείας σου;"
"Χρησιμοποίησα την αφή για να ελέγξω αν είναι σφικτές και την όραση για να ελέγξω το χρώμα, το μέγεθος, το φλοιό και άλλα σημεία πάνω στην ντομάτα. Στη συνέχεια συνέκρινα αυτές τις αισθητηριακές πληροφορίες της στιγμής με τα στοιχεία της εμπειρίας μου που είναι καταχωρημένα στη μνήμη και αφορούν καλές ντομάτες για σαλάτα," μου απάντησε με ύφος καθηγητή.
"Μπράβο," του είπα, "Η εμπειρία είναι γνώση που την αποκτά ο άνθρωπος κυρίως μέσα από τα αισθητήρια όργανα στο φυσικό του περιβάλλον. Αλλά, ..."
"Αλλά, τί;" ρώτησε ο εαυτός μου. Διέκρινα μια ελαφρά ενόχληση στον τόνο της φωνής του.
"Μπορούμε να εμπιστευόμαστε απόλυτα τις αισθήσεις μας; ότι μας δίνουν τη σωστή πληροφορία ή γνώση κάθε φορά;" ρώτησα θριαμβευτικά.
"Έχεις δίκιο," απάντησε η φωνή. "Μερικές φορές νομίζουμε ότι βλέπουμε ή ακούμε κάτι αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτε εκεί έξω που να δημιουργεί αυτή την αντίληψη."
"Ακριβώς, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του αντικατοπτρισμού στην έρημο," είπα. "Άρα, δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε απόλυτα τις αισθήσεις μας, έτσι;"
"Έτσι." συμφώνησε μαζί μου η φωνή. "Όπως και στα όνειρα. Με τί μάτια βλέπουμε, με τί αυτιά ακούμε;"
"Ναι, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα που θα συζητήσουμε άλλη φορά, εντάξει;" του είπα βιαστικά. "Και μην ξεχνάς ότι και η λήψη φαρμάκων και ο υψηλός πυρετός μπορούν να δημιουργήσουν παραισθήσεις." συμπλήρωσα.
"Σωστά," είπε ο εαυτός μου κι έμεινε σιωπηλός για λίγο.
"Νομίζω ότι ξέρω τι σκέφτεσαι," του είπα.
"Για πες μου," απάντησε προβληματισμένος.
"Σκέφτεσαι αυτό που έγραψε ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Καντ στο έργο του Κριτική του Καθαρού Λόγου," είπα.
"Ναι, αυτό που έγραψε στην Πρώτη Κριτική είναι το εξής:" είπε. "Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι όλη η γνώση μας ξεκινά από την εμπειρία. Διότι πώς αλλιώς θα διεγείρονταν οι νοητικές μας ικανότητες αν όχι από τα αντικείμενα που επιδρούν στις αισθήσεις μας;"
"Καλά κάνεις και διατηρείς κάποια δόση σκεπτικισμού," τον καθησύχασα. "Κι εγώ κάνω το ίδιο ανεξάρτητα ποιός λέει τι. Διότι υπάρχουν και πεφωτισμένοι άνθρωποι της Ανατολικής παράδοσης που αμφισβητούν τη δυτική παράδοση που θέλει τη γνώση να ξεκινά από τις πέντε αισθήσεις."
"Εντάξει," είπε, "Ας προχωρήσουμε στις άλλες πηγές γνώσης."
"Κοίτα, επειδή βλέπω ότι σε κούρασα θα σου μιλήσω μόνο για την λογική και την ενδοσκόπηση."
"Ωραία," είπε "ας πούμε ότι τελειώσαμε με την αντίληψη, μίλησέ μου τώρα για τη λογική," είπε η φωνή. "Αν θυμάμαι καλά την ανέφερες δεύτερη."
"Ναι, η λογική είναι μια άλλη πηγή γνώσης." Απάντησα.
"Ένα παράδειγμα."
"Μα είναι πολύ εύκολο," είπα, "δύο και δύο μας κάνουν τέσσερα."
"Δεν καταλαβαίνω, ποιά είναι η γνώση εδώ." Έκανε τον ανήξερο.
"Μα, το αποτέλεσμα, το τέσσερα," απάντησα. "Τα μαθηματικά είναι λογική, και το αποτέλεσμα των μαθηματικών πράξεων αποτελεί γνώση."
"Άλλο παράδειγμα μπορείς να μου δώσεις;" επέμενε.
"Φυσικά," είπα. "Όλοι οι παπαγάλοι είναι πουλιά."
"Μάγος είσαι!" απάντησε ειρωνικά.
"Είδες!" του απάντησα. "Αυτό σημαίνει ότι αν δω έναν οποιονδήποτε παπαγάλο, ανεξαρτήτου χρώματος και μεγέθους, θα ξέρω ότι ανήκει στην τάξη των πτηνών. Ανεξάρτητα αν δεν έχω προηγούμενη εμπειρία του συγκεκριμένου παπαγάλου."
"Ναι, έχεις δίκιο," απάντησε συγκαταβατικά.
"Ο τεχνικός όρος που χαρακτηρίζει αυτή τη γνώση είναι a priori και είναι ανεξάρτητη της εμπειρίας," δήλωσα, "αλλά ας μη μπούμε σε βαθιά νερά κι έστριψα το κεφάλι αριστερά για να αντικρύσω ένα ακόμη 'γεφύρι της Άρτας' στο Ηράκλειο, το έργο πλακόστρωσης του Κουμπέ της Πλατείας Κορνάρου.
"Κακή παρομοίωση έκανες με το γεφύρι της Άρτας," άκουσα τη φωνή μέσα μου, και συνέχισε, "αυτό το έργο είναι η απόδειξη ότι η εμπειρία έχει πάει περίπατο. Οι υπηρεσίες δεν έμαθαν τίποτε από το χάλι της Πλατείας Ελευθερίας. Άρα, κάποιοι άνθρωποι δεν μαθαίνουν ούτε με την εμπειρία."
"Ναι, έχεις δίκιο," παραδέχτηκα. "Ξέρεις, πάντα με προβλημάτιζε η ανωριμότητα ορισμένων ανθρώπων..., αλλά δεν θέλω να κάνω γενικεύσεις... ας προχωρήσουμε τη συζήτηση."
"Βγάλε φλας για δεξιά, πηγαίνεις Μασταμπά, μην το ξεχνάς," μου είπε, "συνέχισε τώρα την κουβέντα."
(Σταμάτησα πάλι στο φανάρι.)
"Λοιπόν, μια άλλη πηγή γνώσης είναι η ενδοσκόπηση," είπα. "Και για να σε προλάβω, ενδοσκόπηση είναι η ικανότητα του ανθρώπου να εξετάζει τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του, τα συμβαίνοντα μέσα στο νου και το σώμα του, κλπ."
"Με την ενδοσκόπηση γνωρίζουμε, δηλαδή, σε ποιά πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε," συμπλήρωσε η φωνή. "Μπορεί να είμαστε χαρούμενοι, δυστυχισμένοι, μπορεί να διψάμε να πεινάμε, κλπ."
"Ακριβώς, και το σημαντικό είναι ότι κανείς δεν μπορεί να μας διαψεύσει, όπως π.χ. στην περίπτωση των αισθητηριακών αντιλήψεων που αναφέραμε προηγουμένως," είπα.
"Ναι, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τί συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μας, στο σώμα μας."
"Η ενδοσκόπηση του εαυτού παρέχει αδιάψευστη γνώση, αμεσότερη εκείνης της αισθητηριακής αντίληψης," συνέχισα. "Παραδείγματος χάρη, όταν λέω ότι πονάω ή ότι πεινάω, κανείς δεν μπορεί να με διαψεύσει."
"Επίσης, αν με λόγια ή πράξεις πληγώσουμε κάποιον την ίδια στιγμή ή λίγο αργότερα αισθανόμαστε απαίσια. Και αυτή η αίσθηση είναι γνώση με βάση την ενδοσκόπηση, σωστά;" ρώτησε η φωνή.
"Σωστά," απάντησα. "Αισθανόμαστε απαίσια αν είμαστε ευαίσθητοι και λογικοί άνθρωποι."
"Ναι, αλλά εδώ θα σε προλάβω," είπε ο εαυτός μου. "Δεν είναι δυνατό να ξέρουμε όλα όσα συμβαίνουν στο νου μας. Υπάρχει και το υποσυνείδητο, που λέει και ο Φρόυντ."
"Πολύ σωστά," απάντησα. "Είσαι ατσίδα σήμερα. Αλλά για το υποσυνείδητο ίσως μιλήσουμε άλλη φορά όπως σου είπα.)
Τώρα είχε ανάψει το πράσινο και άρχισα να ανεβαίνω την Εβανς αργά διότι είχε πολύ κυκλοφορία.
"Πες μου κάτι," είπε η φωνή. "Έχεις σκεφτεί ποτέ τί είναι η διαίσθηση; Εμένα μου φαίνεται σαν μια μορφή γνώσης. Το περίεργο είναι ότι δεν ξέρω από που προέρχεται και που βρίσκεται. Εσύ τί νομίζεις;"
"Μεγάλο θέμα ανοίγεις και δεν έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας," απάντησα. "Στην φιλοσοφία υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν ότι η διαίσθηση είναι κάτι σαν μια πεποίθηση ή μια προδιάθεση για πεποίθηση αλλά όχι γνώση όπως την περιγράψαμε προηγουμένως."
"Ένα παράδειγμα;" είπε.
"Να, μια μητέρα διαισθάνεται ότι το παιδί της, που το κατηγορούν για έγκλημα, είναι αθώο," είπα. "Σύμφωνα με αυτό που προανέφερα, η μητέρα έχει εδραιωμένη την πεποίθηση ότι το παιδί της είναι αθώο. Το θέμα είναι αν η μητέρα δικαιούται να λέει ότι γνωρίζει ότι το παιδί της είναι αθώο."
"Κι αυτό που λένε οι άνθρωποι καμιά φορά," συνέχισε η φωνή, "ότι διαισθάνονται ότι κάτι καλό ή κακό θα συμβεί στους ίδιους ή στους άλλους; Δεν είναι αυτό μια μορφή γνώσης;"
"Τώρα με πας σε άλλες ερμηνείες και η αλήθεια είναι ότι έχω κουραστεί," διαμαρτυρήθηκα.
"Φίλε, σε μένα μη λες ψέματα, δεν μπορείς," είπε ενοχλημένη η φωνή, δηλαδή ο άλλος μου εαυτός. "Καταλαβαίνω ότι κοιτάς επίμονα δεξιά, στο πεζοδρόμιο, μια μελαχρινή αιτία που κατεβαίνει νωχελικά την Εβανς."
"Βλέπω ότι δεν μπορώ να σου ξεφύγω," παραδέχτηκα. "Κοιτάζω βρε αδελφέ, αλλά δεν βλέπω, δεν βλέπω."
"Δεν βλέπεις, ε; Γι αυτό η πίεσή σου κτυπάει ταβάνι;"
"Μπράβο," είπα ενθουσιασμένος, "έκανες τη σωστή σύνδεση με αυτή τη διατύπωση."
"Πας να μου ξεφύγεις μέσω της φιλοσοφίας, μπαγάσα," είπε η φωνή. "Αλλά για εξήγησέ μου!"
"Να, μ' αυτό που είπες παραδέχτηκες ότι το πνεύμα επηρεάζει το σώμα," είπα. "Στη συγκεκριμένη περίπτωση το γεγονός ότι κοίταζα με προσοχή τη μελαχρινή αιτία όπως λες, μου δημιουργήθηκαν κάποιες σκέψεις, δηλαδή νοητικές λειτουργίες, οι οποίες με τη σειρά τους προκάλεσαν ηλεκτροχημικές δράσεις στο σώμα μου που μεταφράστηκαν σε αύξηση της αρτηριακής πίεσης, εφίδρωση στις παλάμες, διόγκωση της κόρης των οφθαλμών, και άλλα."
"Τώρα μου άνοιξες την όρεξη για περισσότερη κουβέντα, φίλε," είπε η φωνή.
"Δεν μπορώ, δεν γίνεται," είπα. "Να, βλέπεις πώς καταχτυπάει το αμάξι κάτω από τη γέφυρα. Υποφέρω από τη μέση μου και κάθε φορά που περνώ από εδώ χειροτερεύει."
"Έτσι, ε!" είπε απειλητικά η φωνή. "Άσε να το σφυρίξω εγώ στη γυναίκα σου ότι κοιτάς ξανθιές και μελαχρινές αιτίες και θα δεις τί καταχτυπήδι θα φάει η κεφαλή σου."
"Μη μου το κάνεις αυτό," τον παρακάλεσα. "Εμείς οι δυό είμαστε αχώριστοι, έτσι δεν είναι;"
"Τί θα μου δώσεις;" απάντησε ψυχρά ο άλλος μου εαυτός.
"Εντάξει, με κατάφερες. Θα σου πάρω ένα κυπελάκι παγωτό, την αγαπημένη σου γεύση, φιστίκι. Εντάξει;"
"Θέλω μισό κιλό παγωτό με τις γεύσεις που ξέρεις: φιστίκι, στρατσιατέλα, μπανάνα και πεπόνι," είπε η φωνή. "Διαφορετικά, ..."
Κάτι πήγα να σκεφτώ, αλλά θα χειροτέρευα τη θέση μου. Η μόνη μου επιλογή ήταν να ενδώσω στον εκβιασμό.
"Εντάξει, νίκησες," είπα. "Αλλά θέλω να μου υποσχεθείς ότι όλα όσα είπαμε θα μείνουν μεταξύ μας, κουβέντα στη γυναίκα μου αλλά και παραέξω, εντάξει;"
"Άντε, παλιόφιλε, εντάξει," γέλασε ο εαυτός μου.
"Κουβέντα σε κανένα," επανέλαβα. "Τα εν οίκω μη εν δήμω, που λένε."
"Τα εν οίκω μη εν δήμω," είπε ο εαυτός μου, "Αλλά έχει αυτιά και μάτια ο Δήμος, έτσι δεν είναι;"
Commentaires